- αναγωγικός
- -ή, -ό (ΑΜ ἀναγωγικός, -ή, -όν) [ἀναγωγή]νεοελλ.ο κατάλληλος για αναγωγή ή ο σχετικός με αυτήναρχ.-μσν.1. αυτός που ανυψώνει, που εξυψώνει2. επίρρ. ἀναγωγικῶςπνευματικά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναγωγικός — ή, ό επίρρ. ά ο κατάλληλος για αναγωγή: Αναγωγικά χημικά μέσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χώρος — Για τη στοιχειώδη γεωμετρία, χ. είναι μια αυτονόητη έννοια και αποτελείται από το περιβάλλον μέσα στο οποίο είναι δυνατόν να τοποθετηθούν νοερά τα άλλα, επίσης αυτονόητα, γεωμετρικά στοιχεία: σημεία, ευθείες, επίπεδα. Τα σύγχρονα όμως μαθηματικά… … Dictionary of Greek
anagógico — anagógico, ca. (Del gr. ἀναγωγικός). adj. Perteneciente o relativo a la anagogía … Enciclopedia Universal
αναγωγή — Η ανύψωση (από το ρήμα ανάγω = ανυψώνω)· η μετατροπή ποσότητας ή έννοιας σε άλλη, ισοδύναμη ή ταυτόσημη· η αναφορά σε κάτι προηγούμενο. Ο Πλάτων στην Πολιτεία χρησιμοποιεί μεταφορικά τον όρο, για να προσδιορίσει την επίδραση της αγωγής, η οποία,… … Dictionary of Greek
λακτόζη — Ενυδατωμένη μορφή του δισακχαρίτη σακχαρόζη που βρίσκεται στο γάλα των θηλαστικών. Η λ. λέγεται συνήθως γαλακτοσάκχαρο (βλ. λ.). * * * η (βιοχ.) αναγωγικός διολοζίτης που αποτελεί το κύριο γλυκίδιο τού γάλακτος τών θηλαστικών, αλλ. γαλακτοσάκχαρο … Dictionary of Greek
μαλτόζη — Κρυσταλλικός δισακχαρίτης, που σχηματίζεται από την ατελή υδρόλυση του αμύλου. Αποτελείται από δύο μόρια D γλυκοπυρανόζης ενωμένα μεταξύ τους με έναν 1,4 β γλυκοσιδικό δεσμό. Ο χημικός του τύπος είναι C12H22O11, ο οποίος, αν και μοιάζει με αυτόν… … Dictionary of Greek
ραφφινόζη — η, Ν (βιοχ.) μη αναγωγικός τριολοζίτης, που απαντά σε ορισμένα φυτά και ιδιαίτερα στις ρίζες τών παντζαριών, στους σπόρους λεγκουμινωδών και στον ευκάλυπτο, και με ατελή υδρόλυση δίνει φρουκτόζη και μελιβιόζη, αλλ. μελιτόζη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ.… … Dictionary of Greek
ՎԵՐԱԾԱԿԱՆ — ( ) NBH 2 0805 Chronological Sequence: 8c, 12c ա. ἁναγωγικός sursum ferns, conduens եւ anagogicus, mysticus. Վերածօղ. վերբերիչ. վերբերական. խորհրդական. *Ի հեշտութեանց՝ գոլով սոյն զէն արիութեան, եւ յաշխարհիս ըղձից հոգւոյ վերածական: Տեսակ սորա է… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
anagógico — anagógico, ca (Del gr. ἀναγωγικός). adj. Perteneciente o relativo a la anagogía … Diccionario de la lengua española